μεταποιώ — μεταποιώ, μεταποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταποιώ — (ΑΜ μεταποιῶ, έω, σπάν. όω) μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω μσν. υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ αρχ. 1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω 2. (με γεν.) καταδιώκω 3. (το μέσ.) μεταποιοῡμαι, έομαι (με … Dictionary of Greek
μεταποιώ — μεταποίησα, μεταποιήθηκα, μεταποιημένος, αλλάζω τη μορφή κάποιου πράγματος, μετασχηματίζω, μετατρέπω, μετασκευάζω: Μεταποίησε το νυφικό της μητέρας της για να το φορέσει στο δικό της γάμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταποίηση — η (ΑΜ μεταποίησις) [μεταποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση») νεοελλ. (οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών… … Dictionary of Greek
συμμεταποιώ — (I) έω, Α [μεταποιῶ] συμμεταβάλλω*. (II) όω, Μ [μεταποιῶ] (κυρίως το παθ.) συμμεταποιοῡμαι, όομαι μεταβάλλομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
αμεταποίητος — η, ο (Α ἀμεταποίητος, ον) [μεταποιῶ] νεοελλ. (για ενδύματα κ.λπ.) αυτός που δεν μεταποιήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταποιηθεί, να αλλάξει μορφή, σχέδιο αρχ. 1. αυτός που δεν μετέβαλε σύσταση, ο αναλλοίωτος 2. δύσπεπτος, δυσκολοχώνευτος … Dictionary of Greek
αναποιώ — ἀναποιῶ ( έω) (ΑΜ) μσν. επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ αρχ. 1. παρασκευάζω 2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3) … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταλαξεύω — (Μ) μεταποιώ, μετασκευάζω, τροποποιώ κάτι λαξεύοντάς το … Dictionary of Greek
μεταποιή — μεταποιή, ἡ (Α) [μεταποιώ] αλλαγή κυριότητας ή ιδιοκτησίας … Dictionary of Greek